- ἔγκαρπος
- ἔγκαρποςcontaining fruitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγκαρπος — ο (AM ἔγκαρπος, ον) 1. αυτός που περιέχει καρπό 2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα) είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντα νεοελλ. είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνι αρχ. 1. προϊόν, καρπός 2. μέρος ή το δέκατο τής παραγωγής… … Dictionary of Greek
ἐγκαρπότατον — ἔγκαρπος containing fruit masc acc superl sg ἔγκαρπος containing fruit neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρπως — ἔγκαρπος containing fruit adverbial ἔγκαρπος containing fruit masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκαρπον — ἔγκαρπος containing fruit masc/fem acc sg ἔγκαρπος containing fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρπότερα — ἔγκαρπος containing fruit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρπότεραι — ἔγκαρπος containing fruit fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρποις — ἔγκαρπος containing fruit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρπου — ἔγκαρπος containing fruit masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρπους — ἔγκαρπος containing fruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρπων — ἔγκαρπος containing fruit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)